χαυών

χαυών
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Εβραίους) είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kawwān «πίτες, πλακούντες που προσφέρονταν για θυσία». Ο τ. απαντά και με τις μορφές χαυνῶνες, χαβῶνες, χαμῶνας, οι οποίες αποτελούν διαφορετικές μεταγραφές τού εβρ. τ., αν βεβαίως δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαβώνες — Α (κατά τον Ησύχ.) «στέατα ὀπτώμενα ἀπὸ ἀλεύρου»· [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χαυών] …   Dictionary of Greek

  • χαμώνας — Α (κατά τον Ησύχ.) «στέαρ ἢ τὰ ἐκ στέατος τικτόμενα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χαυών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”